Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν πολέμῳ

  • 1 πολεμώ

    πολεμέω
    to be at war: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    πολεμέω
    to be at war: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    πολεμόω
    make hostile: pres subj act 1st sg
    πολεμόω
    make hostile: pres ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > πολεμώ

  • 2 πολεμῶ

    πολεμέω
    to be at war: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    πολεμέω
    to be at war: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    πολεμόω
    make hostile: pres subj act 1st sg
    πολεμόω
    make hostile: pres ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > πολεμῶ

  • 3 πολεμώ

    (ε), πολεμάω μετ., αμετ.
    1) воевать, сражаться, бороться;

    πολεμώ τον εχθρόν — или πολεμ κατά τού εχθρού — бороться против врага, бороться с врагом;

    2) бороться (за что-л.); добиваться (чего-л.);

    πολεμ γιά την ελευθερία — бороться за свободу;

    πολεμώ κατά της αγραμματοσύνης — бороться с неграмотностью;

    πολεμώ τίς προλήψεις — бороться с предрассудками;

    πολεμώ την επέκταση της επιδημίας — бороться с эпидемией;

    3) стараться, трудиться;

    μην πολεμάς να τον πείσεις — не пытайся его убедить;

    4) трудиться, напряжённо работать;

    καλώς τα πολεματε! — бог в помощь!;

    § ό, τι πολεμούσα να ξελασπώσω... — едва мне удавалось выкарабкаться из тяжёлого положения, как...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πολεμώ

  • 4 πολέμω

    πόλεμος
    war: masc nom /voc /acc dual
    πόλεμος
    war: masc gen sg (doric aeolic)
    πολεμόω
    make hostile: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
    πολεμόω
    make hostile: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
    ——————
    πόλεμος
    war: masc dat sg

    Morphologia Graeca > πολέμω

  • 5 πολέμῳ

    Βλ. λ. πολέμω

    Morphologia Graeca > πολέμῳ

  • 6 πολέμῳ

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πολέμῳ

  • 7 πολεμώ

    [полэмо] р. воевать, сражаться.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πολεμώ

  • 8 πολεμώ

    [полэмо] ρ воевать, сражаться.

    Эллино-русский словарь > πολεμώ

  • 9 πολέμωι

    πολέμῳ, πόλεμος
    war: masc dat sg

    Morphologia Graeca > πολέμωι

  • 10 πόλεμος

    πόλεμος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οισι.)
    1 war

    Ὀλυμπιάδα ἀκρόθινα πολέμου O. 2.4

    ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος O. 2.44

    ὀρνυμένων πολέμων O. 8.34

    ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40

    τὰν πολέμοιο δόσιν ἀκρόθινα διελὼν ἔθυε O. 10.56

    λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι O. 12.4

    οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις ( πολέμοιο coni. Bergk, cf. O. 2.44) P. 1.47

    νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων P. 2.64

    ἐν πολέμῳ P. 3.101

    Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαϊδας ὑπερτάτας P. 8.3

    ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον N. 1.16

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ

    σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19

    ἐν πολέμῳ N. 9.36

    μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος N. 10.9

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59

    τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17

    χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον I. 6.27

    προμάχων ἀν' ὅμιλον ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36

    υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.36

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμ[ενοι] χθόνα Pae. 2.59

    στ[ρατὸν] πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις Pae. 2.105

    πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13

    πολέμου[ Πα. 13. a. 23. γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν fr. 110. ] πολεμοι[ P. Oxy. 2442, fr. 17a. c. gen., “ τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” i. e. war with Zeus Pae. 4.41 met., warspirit

    μῆτίν τε γαρύων παλαιγόνων πόλεμόν τ O. 13.51

    pro pers., κλῦθ' Ἀλαλά, Πολέμου θύγατερ fr. 78. 1.

    Lexicon to Pindar > πόλεμος

  • 11 ἐν

    ἐν (in crasis
    1

    κἀν I. 4.25

    , I. 6.59 coni., but

    καὶ ἐν P. 9.40

    : repeated 13 times O. 2.43, O. 6.55, I. 5.30 etc.: follows noun governed 7 times O. 13.44, P. 9.69, Παρθ. 2. 7, etc.: governs only the second of two nouns P. 4.130, O. 7.12:

    ἐνί P. 6.18

    , Θρ. 7. 3, fr. 163: joined with

    ἐπὶ N. 5.2

    ,

    παρά N. 9.34

    ) A prep. c. dat.
    1 of time.
    a of point of time, in, at, on δεῖ σάμερον

    ἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ O. 6.28

    κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους O. 6.32

    νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    [ κἀν (Mosch.: ἐν καὶ codd. vulgo: καὶ cod. unus) P. 1.35] ἀλλ' ἐν ἕκτᾳ (sc. ἁμέρᾳ) P. 4.132

    τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2

    νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37

    τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65

    ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίαςI. 8.44

    ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ Pae. 6.5

    ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντεὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.61

    τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ Pae. 15.1

    Ψμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον [Μοῖρα] σύμπρωτον λάβεν (Welcker: ἐργάμοισι cod.) Θρ. 3.. ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6.
    b during, within, in the course of

    ἐν ἁμέρᾳ O. 1.6

    ἐν παντὶ χρόνῳ O. 6.36

    ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ O. 6.100

    ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94

    ἐν μικρῷ χρόνῳ O. 12.12

    ἐν ὄρφναῖσι P. 1.23

    ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96

    ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127

    ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130

    [ ἐνχρόνῳ (Chaeris: ἄν codd.) P.4. 258]

    ἐν δὲ χρόνῳ P. 4.291

    , P. 8.15

    ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.92

    τέκε ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85

    ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.18

    ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ N. 3.16

    ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.70

    ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν N. 4.94

    ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μὲν ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) N. 8.25 ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (Boeckh: πολυφθόροις ἐν codd.) N. 8.31 χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N.8.49. codd.) ἐν πολέμῳ N. 9.36. ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N.9.42. ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων

    μιν ὀμφαὶ κώμασαν N. 10.34

    φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59

    παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνεινN. 10.78

    ἐν δὲ χειμῶνι πλέων I. 2.42

    ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ I. 4.16

    ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ I. 4.36

    τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.47

    καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ (bis) I. 5.48—9. “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον ἘνυαλίουI. 6.54 ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.

    ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον Pae. 9.3

    ]βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ fr. 124d. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 2. μηδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1. ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν fr. 131b. 3. πενταετηρὶς ἑορτὰ ἐν ᾆ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193.
    c in the space of

    πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.82

    βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ P. 3.43

    τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59
    2 of place.
    a ἐν Πέλοπος ἀποικίᾳ. O. 1.24

    ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος O. 3.23

    ἐν Πίσᾳ O. 6.5

    ἐν Ὀλυμπίᾳ O. 6.26

    ἐν Ὀλυμπιάδι O. 10.16

    ἐν Πίσᾳ O. 10.43

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101

    ἐν δὲ Πυθῶνι O. 2.39

    ἐν Δελφοῖσιν O. 13.43

    Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32

    ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι P. 3.27

    ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ P. 6.8

    Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς P. 6.18

    Πυθῶνος ἐν γυάλοις P. 8.63

    ἐν Πυθιάδι P. 8.84

    ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ P. 9.71

    ἀγῶνί τε Κίρρας, ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν P. 11.13

    ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν P. 11.15

    Καφισίδος ἐν τεμένει P. 12.27

    ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν N. 2.9

    ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι N. 6.34

    ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34

    ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23

    ἐν Κρίσᾳ I. 2.18

    χόρτοις ἐν λέοντος O. 13.44

    Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5

    ἐν Νεμέᾳ N. 2.23

    ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ N. 3.18

    κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ I. 3.12

    ἐν Νεμέᾳ I. 6.3

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτἐν ΝεμέᾳI. 6.48

    κλεινᾷ τἐν Ἰσθμῷ O. 7.81

    ἐν Κορίνθου πύλαις O. 9.86

    ἐν Ἰσθμιάδεσσιν O. 13.33

    ἐν δἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν O. 13.40

    ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς N. 2.21

    Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου N. 4.87

    ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι N. 6.39

    τρὶς μὲν' ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών N. 10.27

    Κορίνθου τἐν μυχοῖς N. 10.42

    ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ I. 3.11

    ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισἀρετά I. 5.17

    cf. ( Κόρινθον)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ἐν ἄστει Πειράνας O. 13.61

    ἐν Θήβαισι O. 6.16

    τά τἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    ἐν Θήβαις O. 13.107

    ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90

    , P. 8.39 ἐν Κάδμου πύλαιςP. 8.47

    Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις N. 4.19

    ἐν Θήβαις N. 10.8

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει I. 5.30

    —3.

    ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις I. 8.16

    ἐ]ν ἑπταπύλοισι —[ (sc. Θήβαις) fr. 169. 47.

    κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.82

    ἐν Ἀθάναις O. 9.88

    κρανααῖς ἐν Ἀθάναισι O. 13.38

    , N. 8.11

    ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

    ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 4.

    ἐν Σικελίᾳ O. 1.12

    ἐν Ἄργει O. 7.83

    ἐν Μεγάροισιν O. 7.86

    ἐν Μαραθῶνι O. 9.89

    ἐν Σπάρτᾳ P. 1.77

    ἐν Φθίᾳ P. 3.101

    ἐν δὲ ΝάξῳP. 4.88

    Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70

    ἐν Μεγάροις (ἐν secl. byz.) P. 8.78

    ἐν Ἄργει P. 9.112

    τῶν δἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19

    κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις P. 11.32

    ἄειδ' ἐν Παλίῳ (Pauw: ἀείδει Παλίῳ codd.) N. 5.22

    ἐν Τροίᾳ N. 2.14

    ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18

    ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ I. 1.8

    ἐν Φυλάκᾳ I. 1.59

    ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34

    ἐν Ἐπιδαύρῳ I. 8.68

    ]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ[ Δ. 1.. ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93. ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ ] ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ fr. 123. 13.

    Μαιναλίαισιν ἐν δειραῖς O. 9.59

    ἐν Παλίου σφυροῖς P. 2.45

    Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοιςP. 4.16 Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμναςP. 4.20

    Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ P. 5.80

    ἐν μυχοῖσι Πιερίδων P. 6.49

    μυχῷ τ' ἐν Μαραθῶνος P. 8.79

    Πίνδου κλεεναῖς ἐν πτυχαῖς P. 9.15

    Αἰγίνᾳ τε γὰρ Νίσου τἐν λόφῳ P. 9.91

    τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος P. 9.98

    ἐν πεδίῳ Φλέγρας N. 1.67

    Νίσου τ' ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.46

    ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56

    ζαθεᾶς Πάρου ἐν γυάλοις fr. 140a. 63 (37). ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7.

    ἐν δρόμοισι O. 1.21

    ἐν δρόμοις O. 1.94

    ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε O. 2.43

    —4.

    Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112

    ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26

    ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων N. 11.14

    ἔν τ' ἀέθλοισι I. 1.18

    ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23

    ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι I. 5.6

    ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι I. 5.7

    ]ἐν δαιτί τε πα[ Πα. 13a. 21.

    ἐν οἴκῳ O. 6.48

    μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις P. 2.33

    ἐν θαλάμῳ P. 3.11

    τείχει ἐν ξυλίνῳ P. 3.38

    ἐν λέχεσινP. 4.51 πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματιP. 4.53 ἄλλοις ἐν τείχεσιν” P.4.268. “ ἐν δώμασιP. 4.113

    θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.69

    ἐν μεγάρῳ N. 1.31

    Φιλύρας ἐν δόμοις N. 3.43

    ἐν λέκτροις Ἀκάστου N. 5.30

    Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις I. 7.6

    ἐν μεγάροις Δ. 2.. ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.58

    ἐν Οὐλύμπῳ O. 13.92

    ἐν οὐρανῷ O. 14.10

    ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ P. 1.15

    χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94

    δώμασιν ἐν χρυσέοιςP. 9.56

    ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.71

    οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισινN. 10.88 ἐν Ὀλύμπῳ fr. 33c. 5.

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    ἐν πελάγει O. 7.56

    ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν O. 7.57

    ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.3

    —4. “ ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖςP. 9.47

    ἐν χέρσῳ N. 1.62

    ἐν πελάγει N. 3.23

    ἐν δΕὐξείνῳ πελάγει N. 4.49

    ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ N. 9.43

    ἐν πόντῳ I. 5.5

    ἐν πεδίῳ I. 8.54

    ἐν πόντῳ I. 9.7

    πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6. ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16. ἐν πόντῳ P. Oxy. 2622. 13 ad ?fr. 346.

    ἐν ναυσὶ κοίλαις O. 6.10

    ἐν Μοισᾶν δίφρῳ O. 9.81

    ἐν ναυσὶν P. 3.68

    ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2

    ἐν ναυσὶν I. 6.30

    κελεύθῳ τἐν καθαρᾷ O. 6.23

    ἀλλἔν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τἐν ἀπειρίτῳ (v. κρύπτω) O. 6.55

    πτολιπόρθοις ἐν μάχαις O. 8.35

    οὐλίῳ ἐν Ἄρει O. 9.76

    ταύτᾳ δἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ O. 10.51

    ἐν ἅπαντι κράτει O. 10.82

    ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις P. 1.47

    Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.22

    χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55

    ἐν ὄρει P. 3.90

    ἐν πολέμῳ P. 3.101

    ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ P. 4.8

    ἐν ἀγορᾷ P. 4.85

    ἐν πρύμνᾳ P. 4.194

    ἐν μέσσοις P. 4.224

    ἐν ἀλλοδαπαῖς ἀρούραις P. 4.254

    πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34 δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους i. e. inside N. 10.61

    καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    πατρωίαις ἐν ἀρούραις Pae. 6.106

    λτ;ἐνγτ; [τεμέ]νει φίλῳ (supp. Zenodot)

    Πα.. 12. χρηστήριον[ ] ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκεν Pae. 9.41

    ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς (add. Boeckh: ἐν om. codd.) fr. 122. 7. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι (coni. Boeckh: ἐν cod.) Θρ.. 3. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες fr. 210.
    b at, before met.,

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) N. 8.43
    3 in, contained in, surrounded by
    a of clothing, simm.

    χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22

    ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων O. 6.8

    σπαργάνοις ἐν πορφυρέοιςP. 4.114

    Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13

    ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14

    τὸν μὲν ἐν ῥίνῳ λέοντος στάντα I. 6.37

    cf. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ἀρότρῳ βοῦς ( harnessed to) fr. 234. 2.
    b contained in

    μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος N. 10.6

    καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις N. 10.36

    c of light and darkness.

    ἐν ὄρφνᾳ O. 1.71

    O. 13.70

    ἐν σκότῳ O. 1.83

    ἐν καθαρῷ O. 10.45

    φάει δὲ ἐν καθαρῷ P. 6.14

    σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38

    νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ (Heyne: φασι codd.) fr. 203. 2. met.,

    ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται I. 7.27

    d met.,

    εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον P. 2.54

    ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N.1.10.

    τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχε θέμεν μεγάλᾳ P. 4.75

    4 of feelings, thoughts.

    ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37

    ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος O. 10.63

    εὐανθεῖ δ' ἐν ὀργᾷ παρμένων P. 1.89

    αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν P. 4.219

    ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι N. 3.62

    a

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις O. 2.25

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ O. 4.26

    τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53

    τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20

    οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43

    τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    ἐν ἀγαθοῖς P. 2.81

    ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21

    σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107

    τρίταισιν δ' ἐν γοναῖςP. 4.143

    κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.281

    —2.

    ἔν τε σοφοῖς πολίταις P. 4.295

    ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49

    θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο P. 5.112

    ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας P. 5.114

    καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντP. 9.40 βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P.9. 77.

    εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι P. 9.119

    θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις P. 10.58

    πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34

    παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.32

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72

    —3.

    ἔστι δαἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80

    ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις)

    φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.23

    ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν N. 7.65

    ἀρετὰ ἐν σοφοῖς

    ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε N. 8.41

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος I. 1.31

    γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    ἄμμι δ' ἔοικε καὶ σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν, ἐν γναμπτοῖς δρόμοις ( when we talk of Farnell) I. 1.57

    Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24

    αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.59

    φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72

    εἶπε δεὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31

    Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων α[ Δ. 2. 2. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται fr. 105b. 1.

    νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσιν ἵζων Pae. 6.92

    b between

    οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.27

    καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι P. 4.223

    ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94

    a

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75

    ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell) O. 6.12

    τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69

    πόλιν Ψλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62

    θέλοντι δὲ αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς P. 1.64

    οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43

    σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59

    τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτωνP. 4.92

    σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὗ μὴ κρυπτέτω i. e. in the common good P. 9.93

    θεόθεν ἐραίμαν καλῶν δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15

    τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (cf. P. 2.43) N. 10.28

    ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ I. 2.38

    ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. cf. ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς (in a public position) O. 13.49
    b in of musical terms. Λύδῳ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν ante τρόπῳ del. Schr. metri causa) O. 14.17—8.

    ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς P. 2.69

    πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖσιν coni. Turyn) N. 3.79 esp. to the accompaniment of, amidst

    ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς O. 5.19

    κεῖνος ἀνήρ, ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7

    ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    τὸν ( Ἀρκεσίλαν)

    ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.104

    κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον I. 5.27

    ἔν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

    ]

    ἀοιδαῖς ἐν εὐπλε[κεσσι Pae. 3.12

    λτ;ἐν ἀοιδᾷ> supp. Snell e Σ pap. Pae. 14.20
    7 instrumental in, with, by means of

    τετραορίας ἐλελίχθονος, εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ κρατέων P. 2.5

    καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.85

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (ἐν om. codd.: supp. Tricl.) P. 11.46

    ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28

    κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

    esp. with

    χείρ. οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63

    ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8

    ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον N. 1.52

    ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17

    χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 7.
    8 upon, into following verbs of movement.

    ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.68

    ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16

    ὠπυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις πεσὼν P. 2.41

    καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (om. codd.: supp. Mosch.) P. 3.64 ἐν τᾷδ' ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας σπέρμα” (cf. I. 1.4) P. 4.42

    ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ μαινάδ' ὄρνιν P. 4.215

    τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ P. 8.12

    νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισιP. 9.63 ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος ( πρὸς coni. Boeckh) P. 9.114

    Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42

    [ πέσε δ' ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντι (coni. Fennel, Lobel: δοκέοντα codd.) N. 7.31]

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28

    ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.70

    χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26

    ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) I. 4.23

    μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6

    ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99

    τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163. φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ fr. 169. 21, cf. N. 3.62
    9 in respect of [ ἐν ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι (ἐν om. codd., add. V: ἐπ byz.) O. 1.113]

    ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.47

    ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ

    ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51

    , cf. I. 1.57 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἁρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (om. codd.: supp. Er. Schmid) N. 3.58

    μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4

    ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.

    ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.15

    10 = σύν, with the aid of ἐν τίν κ' ἐθέλοι, Γίγαντας ὁς ἐδάμασας, εὐτυχῶς ναίειν (σὺν σοί. Σ.) N. 7.90
    11 in the hands of, in the power of

    ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71

    πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων N. 10.30

    12 dub. ex. οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (ἐν add. metr. causa Hermann, edd. vulgo: ὁπότε codd.: ὁπόταν Trypho ap. Eustath.: ποτ' ἀνὰ Ammonius: v. ἐνίμηι) I. 1.25 [ νῦν αὖτ' ἐν Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ (codd.: ἐν del. Hermann) I. 6.5]
    13 frag. ] εν ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5.] ἐν χρ[ Πα. 13a. 25. ]ἐν κλ[ Πα. 13e. 4. ] ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e.
    a there

    ἐν δὲ φίλων παρεόντων θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.5

    ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22

    b too, besides

    Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ N. 7.78

    ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἇμαρ (contra Radt, “Präposition in tmesi mit τύχεν”) Πα. 2.. σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων, ἐν δὲ κέχλαδεν ἐν δὲ ἐν δ' Δ. 2. 10—5. C ἐν prep. c. acc. v. ἐς B.
    ------------------------------------

    Lexicon to Pindar > ἐν

  • 12 γέφῡρα

    γέφῡρα, , wahrscheinl. von γῆ, γέα, und φύρω, = ein künstlicher Erdwall, ein Damm, vgl. Etym. m. 229, 9; Hom. hat das Wort siebenmal; zweimal in eigentlichster Bedeutung, Erdwall, Damm, Iliad. 5, 88 und 89 ποταμῷ πλήϑοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ' ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας· τὸν δ' οὔτ' ἄρ τε γέφυραι ἐεργμέναι ἰσχανόωσιν, οὔτ' ἄρα ἕρκεα ἴσχει ἀλωάων ἐριϑηλέων. Mehrmals πολέμοιο γέφυραι, plur. Homerisch anstatt des sing., der Raum, durch welchen zwei feindliche Heere vor dem Beginne des Handgemenges wie durch einen Damm getrennt werden, und auf welchem sie nachher kämpfen, schlechtweg = der Wahlplatz, das Schlachtfeld; immer πολέμοιο (πτολέμοιο) γεφύρας accus. Versende: Iliad. 4, 371 τί πτώσσεις, τί δ' ὀπιπεύεις πολέμοιο γεφύρας; 11, 160 ἵπποι κείν' ὄχεα κροτάλιζον ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας; 20, 427 οὐδ' ἂν ἔτι δὴν ἀλλήλους πτώσσοιμεν ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας; 8, 378 ἢ νῶι Ἕκτωρ γηϑήσει προφανείσα ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας; 8, 553 οἱ δὲ μέγα φρονέοντες ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρας εἵατο παννύχιοι, πυρὰ δέ σφισι καίετο πολλά, v. l. ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρας, ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρῃ, ἀνὰ πτολέμοιο γεφύρῃ, Scholl. Didym. γράφεται γεφύρῃ, Scholl. Nicanor. προηγουμένως μὲν τοῖς ἑξῆς συναπτέον· τὸν γὰρ τόπον ἐν ᾧ ἡ τοῦ πολέμου συμβολὴ γίνεται, γέφυραν εἶπε πολέμου [ἢ τὰς διαβάσεις αὐτὰς αἷς ἐν τοῖς πολέμοις ἐχρῶντο]. λόγον δὲ ἔχει καὶ τοῖς ἄνω συνάπτειν ἵν' ᾖ περίφρασις, πολέμοιο γεφύρῃ ἀντὶ τοῦ τῷ πολέμῳ· ὁ δὲ λόγος, μέγα φρονοῦντες ἐπὶ τῷ πολέμῳ, τουτέστι τῷ κεκρατηκέναι κατὰ τὸν πόλεμον. Die eingeklammerken Worte sind unächt, s. Friedländer, welcher auch mit Recht annimmt, daß Nicanor im Homer ἐπὶ πτολέμοιο γεφύρῃ schrieb. – In der Bedeutung Erdwall gebraucht Pind. das Wort, N. 6, 40, wo der korinthische Isthmus πόντου γέφυρα heißt, u. I. 4, 20 (3, 38), γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνϑου τειχέων. Die gewöhnliche Bed. aber nach Hom. ist = B rü che; Her. 4, 85. 97; Att.; γέφυραν ζευγνύναι, γεφύρᾳ ζευγνύναι ποταμόν, eine Brücke über den Fluß schlagen; Ggstz λύειν, sie abbrechen. [ ñ ñ ñ erst Sp., wie Ep. ad. 632 ( App. 223).]

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > γέφῡρα

  • 13 δουπέω

    δουπέω, perf. δέδουπα, einen dumpfen oder rasselnden Ton von sich geben, krachen, rasseln, tosen. Verwandt κτυπέω, κτύπος? Vgl. ἐρίγδουπος und ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Iliad. 11, 45. – Bei Homer oft von dem Geräusche, welches der Fall im Kampfe hinstürzender und zum Tode getroffener Krieger verursacht, wobei wohl eben so sehr an das Aufschlagen auf den Erdboden wie an das Gerassel der Waffen zu denken; vgl. Xen. Anab. 1, 8, 18 λέγουσι δέ τινες ὡς καὶ ταῖς ἀσπ ίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν φόβον ποιοῠντες τοῖς ἵπποις; Iliad. 20, 451 ἰων ἐς δοῠπον ἀκόντων; Odyss. 16, 10 ποδῶν δ' ὑπὸ δοῠπον ἀκούω. Aristarch scheint nur, oder doch vorwiegend an das Gerassel der Waffen gedacht zu haben, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 16, 822. 13, 426. Der Gebrauch des Wortes ist bei Homer ganz formelhaft: δούπησεν δὲ πεσών Versanfang Iliad. 4, 504. 5, 42. 540. 617. 11, 449. 13, 187. 373. 442. 15, 421. 524. 578. 16, 325. 401. 599. 822. 17, 50. 311. 580. 20, 388 Odyss. 22, 94. 24, 525. In einer Anzahl von Stellen füllt den Rest des Verses hinter δού-π ησεν δὲ πεσών der Zusatz ἀράβησε δὲ τεύχε' ἐπ' αὐτῷ: Iliad. 4, 504. 5, 42. 540. 13, 187. 17, 50. 311 Odyss. 24, 525. Abweichend von dem formelhaften Gebrauch Iliad. 13, 426 Ἰδομενε ὺς δ' οὐ λῆγε μένος μέγα, ἵετο δ' αἰεὶ ἠέ τινα Τρώων ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι ἢ αὐτὸς δουπῆσαι ἀμύνων λοιγὸν Ἀχαιοῖς. Abweichend auch Iliad. 23, 679 Εὐρύαλος δέ οἱ οἶος ἀνίστατο, ἰσόϑεος φώς, Μηκιστέος υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος, ὅς ποτε Θήβασδ' ἦλϑε δεδουπότος Οἰδιπόδαο ἐς τάφον· ἔνϑα δὲ πάντας ἐνίκα Καδμείωνας. Die Homerischen Glossographen (vgl. Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 52 sqq.) nahmen das Homerische δουπῆσαι schlechtweg = ἀποϑανεῖν, und so auch das δεδουπότος Οἰδιπόδαο schlechtweg = τεϑνηκότος. So wird in Bekk. Anecd. p. 1095 δούπησεν· ἀπέϑανεν als kyprische Glosse aufgeführt. Aristarch zeigte, daß Homer in Bezug auf den Ausgang des Oedipus einer Sage gefolgt sein müsse, welche von der späteren allgemein verbreiteten wesentlich abwich; nach Homer sei Oedipus in (oder bei) Theben gestorben ( ἐν Θήβαις), und zwar sei er entweder im Kampfe ( ἐν πολέμῳ) gefallen oder habe sich von einem Felsen herabgestürzt: νοητέον ὅτι ἤτοι ἐν πολέμῳ τετελεύτηκε, ψοφο ῠσι γὰρ οἱ πίπτοντες, »δούπησεν δὲ πεσών«, ἢ κατεκρήμνισεν ἑαυτόν· καὶ γὰρ οὗτος ὁ ϑάνατος μετὰ ψόφου. Der Annahme, Oedipus sei nach Homer im Kampfe gefallen, scheint Aristarch den Vorzug gegeben zu haben; nur diese Annahme bezeichnet Apollon. Lex. Homer. p 60, 11 als Aristarchisch. S. übrigens Scholl. Aristonic. Iliad. 23, 679. 16, 822. 13, 426 Eustath. Iliad. 23, 679 p 1323. 42; Lehrs Aristarch. p. 110. – Nachahmung Homers bei Euphorio frgm. 36 Meinek. Anall. Alex. p. 69 (aus Scholl. Theocrit. 10, 28) Πορφυρέη ὑάκινϑε, σὲ μὲν μία φῆμις ἀοιδῶν Ῥοιτείῃς ἀμάϑοισι δεδουπότος Αἰακίδαο εἴαρος ἀντέλλειν, γεγραμμένα κωκύουσαν, vgl. Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 65 sq. – An das Homerische δεδουπότος schließt sich δέδουπεν ὑφ' Ἡρακλῆος Archi. 27 ( Plan. 94): öfter für niederstürzen, die sp. D., bes. Nonn.; Crinag. 28 (IX, 283) sagt sogar οἱ δ' ἄρα δουπήϑησαν ἀολλέες, sie wurden niedergestreckt. Sonst selten, δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν Eur. Alc. 104, von Klagenden, die mit der Hand an die Brust schlagen; ταῖς ἀσπίσι πρὸς τὰ δόρατα ἐδούπησαν Xen. An. 1, 8. 18, wofür 4, 5, 18 ἔκρουσαν steht; τοῖς δόρασι δουπῆσαι πρὸς τὰς ἀσπίδας Arr. An. 1, 6, 7; τεῖχος ἐδούπησε Luc. conscr. hist. 22. – S. auch ἐπιδουπέω u. γδουπέω.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δουπέω

  • 14 επερχομαι

        (атт. impf. ἐπῄειν от ἔπειμι; fut. ἐπελεύσομαι - атт. ἔπειμι; aor. 2 ἐπῆλθον, pf. ἐπελήλῠθα)
        1) приходить, подходить, приближаться
        

    (τινι Hom., Aesch., Her., Thuc.; τέν πόλιν Eur., Plat.; ἐς ποταμόν Hom.)

        τοσάδε ἐπῆλθον πολέμῳ Thuc.к этому они пришли в результате войны

        2) проходить, переходить
        

    κρύσταλλος οὐ βέβαιος ὥστ΄ ἐπελθεῖν Thuc. — лед недостаточно прочный, чтобы можно было пройти (по нему)

        3) проходить, обходить, посещать
        

    (πολλέν γαῖαν Hom.; δόμους Soph.; πύλας φύλακάς τε Eur.; χώραν Xen.; τόπους Arst.; τοὺς χειρωνακτικούς Plat.; πόλεις Plut.)

        κύκλῳ ταῖς ὄψεσιν ἐπελθεῖν τινας Plut.окинуть кого-л. взглядом

        4) приходить, являться, обращаться (с речью, с просьбой, за советом)
        

    (τινα Eur., τινι и ἐπὴ τὸ κοινόν Thuc.; ἐπὴ τὸν δῆμον Her.)

        ἐπελθὼν καὴ πείσας τινά Plat.обратившись с убедительной просьбой к кому-л.

        5) входить, вступать
        

    (εἰς λόγου στάσιν Soph.; ἐς πόλεμον Thuc.)

        τμήδην αὐχένα ἐπελθεῖν Hom.вонзиться в шею

        6) (тж. πολέμῳ ἐ. Plut.) идти войной, нападать
        

    (τινι Hom., Eur., Thuc.; τέν γῆν τινος Thuc.; ἐπερχομένους ἀποκλείειν τῆς Σπάρτης Plut.)

        7) ( о и во времени) приходить, наступать
        

    (νὺξ ἐπῆλθε Hom., Her.)

        ἦρι ἐπερχομένῳ Arph. — с наступлением весны;
        τὸ παρὸν τὸ τ΄ ἐπερχόμενον Aesch. — настоящее и предстоящее;
        ἐ. τῇ οἰκουμένῃ NT. — надвигаться на вселенную, т.е. угрожать вселенной

        8) наводнять, заливать
        

    (ὅ Νεῖλος ἐπέρχεται τὸ Δέλτα Her.; τὸ ὕδωρ ἐπέρχεται λειμῶνα Aesch.)

        ἥ θάλασσα ἐπελθοῦσα Thuc. и ἐπεληλυθυῖα Arst.нахлынувшее море

        9) находить (на кого-л.), охватывать, постигать
        

    νοῦσος ἐπήλυθέ μοι Hom. — недуг овладел мною;

        ἐπήλυθέ μιν ὕπνος Hom., Her.; — его объял сон

        10) приходить в голову
        

    (ἐπέρχεταί τινι νόημά τι Arst. или τινι ποιεῖν τι Soph., Her., Xen., Plat., Arst., Dem.)

        ἵμερος ἐπῆλθέ μοι … Her., Plat.; — у меня появилось желание …;
        ἐπέρχεται ἐμοί или με … Her., Plat.; — мне хочется;
        ὅ τι ἂν ἐπέλθῃ Isocr., Plut.; — (все), что ни заблагорассудится;
        μηδὲ εἰς τὸν ἔσχατον ἐπέλθοι νοῦν Plat.чтобы (этого) и в мыслях не было

        11) (кому-л.) следовать, подражать
        

    (πάτρῳ, v. l. πάτρωι Pind.)

        12) ( в речи) перебирать, разбирать, рассматривать, обсуждать, излагать
        

    (τι Thuc., Arst., Plut. и περί τινος Arst.)

        13) обвинять, порицать
        

    (ταῦτά τινα Eur.; ἅπαντά τινι Arph.)

    Древнегреческо-русский словарь > επερχομαι

  • 15 καθυπερτερος

        ион. κᾰτῠπέρτερος 3
        более сильный, превосходящий
        

    (τῷ πολέμῳ Her.)

        πολὺ σφῶν καθυπέρτερα τὰ πράγματα εἶναι Thuc.(сиракузцы полагали, что) на их стороне большое преимущество;
        τέν πόλιν ἐν πολέμῳ καθυπερτέραν τῶν ἀντιπάλων ποιεῖν Xen.помочь государству одержать победу над (его) противниками

    Древнегреческо-русский словарь > καθυπερτερος

  • 16 воевать

    воевать πολεμώ, μάχομαι
    * * *
    πολεμώ, μάχομαι

    Русско-греческий словарь > воевать

  • 17 бороться

    бороться
    несов прям., перен παλεύω, πολεμώ, ἀγωνίζομαι:
    \бороться с усталостью παλεύω μέ τήν κούραση; \бороться с предрас-су́дками πολεμώ τίς προλήψεις; \бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη; \бороться против чего-л. ἀγωνίζομαι ἐνάντια σέ κάτι (или κατά τίνος).

    Русско-новогреческий словарь > бороться

  • 18 драться

    драться
    несов
    1. (биться, сражаться) μάχομαι, πολεμώ:
    \драться с врагом πολεμώ (или μάχομαι) μέ τόν ἐχθρό·
    2. (бить друг друга) μαλλώνω, τσακώνομαι, δέρνομαι·
    3. перен (бороться) ἀγωνίζομαι, παλεύω:
    \драться за высокие урожаи παλεύω γιά μεγάλη σοδειά·
    4. (рваться) σκίζομαι, ξεσκίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > драться

  • 19 бороть

    борю, борешь, ρ.δ.μ.
    (παλ. κ. απλ.) νικώ, υπερνικώ, καταβάλλω•

    сон -ет его ο ύπνος τον υπερνικά.

    1. παλεύω, κάνω πάλη•

    бороть по правилам французской борьбы παλεύω με τους κανόνες της γαλλικής πάλης.

    || μάχομαι, πολεμώ.
    2. προσπαθώ, πολεμώ, αγωνίζομαι•

    бороть с бюрократизмом αγωνίζομαι κατά του γράφειοκρατισμού.

    3. συγκρούομαι•

    в нем зависть -лась с великодушием μέσα του γίνονταν πάλη φθόνου και μεγαλοψυχίας•

    бороть с (самим) собой κάνω αγώνα με (τον ίδιον) τον εαυτό μου.

    Большой русско-греческий словарь > бороть

  • 20 воевать

    воюю, воюешь, ρ.δ. πολεμώ, μάχομαι•

    воевать против врагов отечества πολεμώ κατά των εχθρών της πατρίδας.

    || διεξάγω, κάνω κατακτητικό πόλεμο. || μτφ. καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, παλεύω, κάνω αγώνα, πάλη, πόλεμο.

    Большой русско-греческий словарь > воевать

См. также в других словарях:

  • πολεμώ — (I) πολεμῶ, έω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν [πόλεμος] 1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.) 2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία… …   Dictionary of Greek

  • πολεμώ — πολεμάω / πολεμώ, πολέμησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πολεμώ — πολέμησα, πολεμήθηκα, πολεμημένος 1. κάνω πόλεμο, μάχομαι με όπλο, βρίσκομαι σε πολεμική κατάσταση: Σκοτώθηκε πολεμώντας. 2. αγωνίζομαι, καταπολεμώ: Πολεμούμε τους πολιτικούς αντιπάλους. 3. προσπαθώ, κάνω ό,τι μπορώ, πασχίζω: Πολεμώ να τον πείσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμῶ — πολεμέω to be at war pres subj act 1st sg (attic epic doric) πολεμέω to be at war pres ind act 1st sg (attic epic doric) πολεμόω make hostile pres subj act 1st sg πολεμόω make hostile pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμω — πόλεμος war masc nom/voc/acc dual πόλεμος war masc gen sg (doric aeolic) πολεμόω make hostile pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πολεμόω make hostile imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμῳ — πόλεμος war masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμωι — πολέμῳ , πόλεμος war masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • μάρναμαι — (Α) (αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου ή για κάποιον ή ως σύμμαχος κάποιου 2. αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», Πίνδ.) 3. μτφ. φιλονικώ, καβγαδίζω, ερίζω,… …   Dictionary of Greek

  • μονομαχώ — (ΑΜ μονομαχῶ, έω, Α ιων. τ. μουνομαχῶ) [μονομάχος] μάχομαι μόνος προς έναν μόνο αντίπαλο («ἐμουνομάχησέ τε καὶ ἐπέκτεινε Ὕλλον», Ηρόδ.) μσν. 1. πολεμώ μόνος εναντίον πολλών αντιπάλων 2. συνεκδ. πολεμώ, παίρνω μέρος σε μάχες αρχ. 1. (στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοπολεμούμαι — ( έομαι) και πολεμιέμαι πολεμούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα πολεμώ κι εγώ εναντίον του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + πολεμώ ( ούμαι και ιέμαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»